σχεδία

σχεδία
Πλωτό μέσο, που αποτελείται γενικά από δοκούς και σανίδες συνενωμένες με σχοινιά και χρησιμεύει για τη μεταφορά προσώπων, ζώων και εμπορευμάτων. Συνήθως η σ. έχει σχήμα περίπου τετράγωνο, χωρίς τοιχώματα και, για τη διευκόλυνση της πλευστότητας, μπορεί να είναι ενισχυμένη με βαρέλια· η προώθηση της γίνεται με κουπιά ή πανί. Η σ. υπήρξε ένα από τα πρώτα πλωτά μέσα και χρησιμοποιείται και τώρα από μερικούς πρωτόγονους λαούς. Εκτός από τον πλου σε εσωτερικά νερά και θάλασσες, με σ. πραγματοποιήθηκαν και μακρά ωκεάνια ταξίδια: η άποψη αυτή ενισχύθηκε και από το εγχείρημα του Top Χέγιερ-νταλ και άλλων πέντε Σκανδιναβών, που με τη σ. Kon-Tiki έφτασαν από το Περού στην Πολυνησία (1947). Η σχεδία υπήρξε ένα από τα πρώτα πλωτά μέσα που κατασκεύασε ο άνθρωπος (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σχεδίη Α
πρόχειρο και αυτοσχέδιο πλωτό μέσο κατασκευασμένο από ξύλο, ιδίως από κορμούς δένδρων συνδεδεμένων μεταξύ τους
νεοελλ.
ειδικό τετράγωνο σκάφος χωρίς καρίνα, σάλι
αρχ.
1. (ποιητ.) πλοίο, ιδίως μικρού μεγέθους
2. πλωτή, πρόχειρα κατασκευασμένη γέφυρα από πλοιάρια ή σχεδίες
3. ελαφρό ικρίωμα
4. άγκιστρο
5. φρ. «σχεδία υπότροχος» — πλατύ ξύλινο κατασκεύασμα με τροχούς κατάλληλο για τη μετακίνηση αντικειμένων Αθήν..
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχεδία έχει προέλθει είτε από το θηλ. τού επιθ. σχέδιος* «πρόχειρος», σε φρ. όπως σχεδία ναῦς, σχεδία γέφυρα, οπότε ερμηνεύεται η σημ. «αυτοσχέδια, πρόχειρη κατασκευή» τής λ., είτε από το θ. σχ- τής μηδενισμένης βαθμίδας τού ἔχω (< ρίζα *segh- «κρατώ, συγκρατώ») μέσω τού επιρρ. σχεδόν* με κατάλ. -ία (πρβλ. κλισ-ία, οἰκ-ία), οπότε ερμηνεύονται οι σημ. «αγκίστρι» και «συναρμογή ξύλων» (βλ. και λ. σχεδόν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σχεδία — σχεδίᾱ , σχέδιος near fem nom/voc/acc dual σχεδίᾱ , σχέδιος near fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σχεδίᾱ , σχεδία raft fem nom/voc/acc dual σχεδίᾱ , σχεδία raft fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχεδίᾳ — σχεδίᾱͅ , σχέδιος near fem dat sg (attic doric aeolic) σχεδίαι , σχεδία raft fem nom/voc pl σχεδίᾱͅ , σχεδία raft fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχεδία — η πλεούμενο πρόχειρα κατασκευασμένο από ξύλα δεμένα μεταξύ τους: Πέρασαν το ποτάμι με σχεδία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σχέδια — σχέδιος near neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινούμενα σχέδια — Κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές ταινίες, στην κατασκευή των οποίων χρησιμοποιούνται ακολουθίες κατάλληλα σχεδιασμένων σκίτσων, φωτογραφιών ή ηλεκτρονικών σκίτσων, των οποίων η ταχύτατη διαδοχική προβολή δημιουργεί στον θεατή την ψευδαίσθηση της… …   Dictionary of Greek

  • σχεδίας — σχεδίᾱς , σχέδιος near fem acc pl σχεδίᾱς , σχέδιος near fem gen sg (attic doric aeolic) σχεδίᾱς , σχεδία raft fem acc pl σχεδίᾱς , σχεδία raft fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχεδίαι — σχεδίᾱͅ , σχέδιος near fem dat sg (attic doric aeolic) σχεδία raft fem nom/voc pl σχεδίᾱͅ , σχεδία raft fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχεδίαν — σχεδίᾱν , σχέδιος near fem acc sg (attic doric aeolic) σχεδίᾱν , σχεδία raft fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχεδιάσας — σχεδιά̱σᾱς , σχεδιάζω do fut part act fem acc pl (doric) σχεδιά̱σᾱς , σχεδιάζω do fut part act fem gen sg (doric) σχεδιάσᾱς , σχεδιάζω do aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχεδιᾶς — σχεδιᾶ̱ς , σχεδιάζω do fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”